- γηΐτης
- γη-ΐτης [ῑ], ου, ὁ,A husbandman, S.Tr.32 (in [var] contr. form γῄτης).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
γηίτης — husbandman masc nom sg γηΐτης , γηίτης husbandman masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γηΐτης — ο (Α) [γη] γεωργός, αγρότης … Dictionary of Greek
γῄτης — γηίτης husbandman masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γη — Γ. ονομάζεται γενικά το έδαφος πάνω στο οποίο κατοικούμε (ετυμολογείται από το αρχαίο γαία). Με ευρύτερη έννοια, ορίζεται επίσης η οικουμένη, ο επίγειος κόσμος, η επιφάνεια του εδάφους. Γ., όμως, ονομάζεται κυρίως ο τρίτος πλανήτης του ηλιακού… … Dictionary of Greek